δυναμομηχανή

δυναμομηχανή
η динамо-машина, динамо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δυναμομηχανή" в других словарях:

  • δυναμομηχανή — η μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα με τη μετακίνηση αγωγού σε μαγνητικό πεδίο, το δυναμό …   Dictionary of Greek

  • δυναμοφάρος — ο (ηλεκτρολ.) μικρή ηλεκτρική γεννήτρια που λειτουργεί με δυναμομηχανή και χρησιμοποιείται για τον φωτισμό αυτοκινήτων …   Dictionary of Greek

  • φαραδισμός — ο (ιατρ.), η χρησιμοποίηση ασθενούς εναλλασσόμενου ρεύματος που παράγεται με ειδική δυναμομηχανή για τη θεραπεία νευρικών παθήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»